Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιδιπλοΐδιον
ἡμιδουλεία
ἡμίδουλος
ἡμίδραχμον
ἡμίειλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμιεκφανής
ἡμιέλλην
ἡμιεπές
ἡμιέργαστος
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμιέτης
ἡμίεφθος
ἡμιζύγιος
ἡμίζως
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμιθέα
ἡμιθέαινα
View word page
ἡμιέργαστος
half-wrought, half-completed

ShortDef

half-wrought, half-completed

Debugging

Headword:
ἡμιέργαστος
Headword (normalized):
ἡμιέργαστος
Headword (normalized/stripped):
ημιεργαστος
IDX:
39847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39848
Key:

Data

{'content': 'half-wrought, half-completed'}