Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
ἡμιδέξιον
ἡμιδιπλοΐδιον
ἡμιδουλεία
ἡμίδουλος
ἡμίδραχμον
ἡμίειλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμιεκφανής
ἡμιέλλην
ἡμιεπές
ἡμιέργαστος
ἡμιεργής
ἡμίεργος
View word page
ἡμίδουλος
a half-slave
ShortDef
a half-slave
Debugging
Headword:
ἡμίδουλος
Headword (normalized):
ἡμίδουλος
Headword (normalized/stripped):
ημιδουλος
IDX:
39839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39840
Key:
Data
{'content': 'a half-slave'}