Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
ἡμιδέξιον
ἡμιδιπλοΐδιον
ἡμιδουλεία
ἡμίδουλος
ἡμίδραχμον
ἡμίειλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
View word page
ἡμιδαρεικόν
a half-daric

ShortDef

a half-daric

Debugging

Headword:
ἡμιδαρεικόν
Headword (normalized):
ἡμιδαρεικόν
Headword (normalized/stripped):
ημιδαρεικον
IDX:
39833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39834
Key:

Data

{'content': 'a half-daric'}