Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
ἡμιδέξιον
ἡμιδιπλοΐδιον
ἡμιδουλεία
ἡμίδουλος
ἡμίδραχμον
ἡμίειλος
View word page
ἡμιδαμής
half-slain
ShortDef
half-slain
Debugging
Headword:
ἡμιδαμής
Headword (normalized):
ἡμιδαμής
Headword (normalized/stripped):
ημιδαμης
IDX:
39831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39832
Key:
Data
{'content': 'half-slain'}