Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
ἡμιδέξιον
ἡμιδιπλοΐδιον
ἡμιδουλεία
ἡμίδουλος
ἡμίδραχμον
View word page
ἡμιδακτύλιον
half-finger's breadth

ShortDef

half-finger's breadth

Debugging

Headword:
ἡμιδακτύλιον
Headword (normalized):
ἡμιδακτύλιον
Headword (normalized/stripped):
ημιδακτυλιον
IDX:
39830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39831
Key:

Data

{'content': "half-finger's breadth"}