Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
ἡμιδέξιον
ἡμιδιπλοΐδιον
ἡμιδουλεία
ἡμίδουλος
View word page
ἡμιδακτυλιαῖος
half a finger long

ShortDef

half a finger long

Debugging

Headword:
ἡμιδακτυλιαῖος
Headword (normalized):
ἡμιδακτυλιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ημιδακτυλιαιος
IDX:
39829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39830
Key:

Data

{'content': 'half a finger long'}