Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοτριοπράγμων
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριοφαγέω
ἀλλοτριοφάγος
ἀλλοτριοφρονέω
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἀλλότροπος
ἀλλοτύπωτος
ἀλλοφανής
ἀλλοφάσσω
ἀλλόφατος
ἄλλοφος
ἀλλοφρήτωρ
ἀλλοφρονέω
ἀλλοφροσύνη
ἀλλόφρων
ἀλλοφυής
View word page
ἀλλότροπος
strange

ShortDef

strange

Debugging

Headword:
ἀλλότροπος
Headword (normalized):
ἀλλότροπος
Headword (normalized/stripped):
αλλοτροπος
IDX:
3982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3983
Key:

Data

{'content': 'strange'}