Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
ἡμιδέξιον
View word page
ἡμιγύναιξ
half-woman

ShortDef

half-woman

Debugging

Headword:
ἡμιγύναιξ
Headword (normalized):
ἡμιγύναιξ
Headword (normalized/stripped):
ημιγυναιξ
IDX:
39826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39827
Key:

Data

{'content': 'half-woman'}