Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
View word page
ἡμίγυμνος
half-naked
ShortDef
half-naked
Debugging
Headword:
ἡμίγυμνος
Headword (normalized):
ἡμίγυμνος
Headword (normalized/stripped):
ημιγυμνος
IDX:
39825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39826
Key:
Data
{'content': 'half-naked'}