Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
View word page
ἡμιγένειος
but half-bearded

ShortDef

but half-bearded

Debugging

Headword:
ἡμιγένειος
Headword (normalized):
ἡμιγένειος
Headword (normalized/stripped):
ημιγενειος
IDX:
39822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39823
Key:

Data

{'content': 'but half-bearded'}