Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
View word page
ἡμίγαμος
half-married
ShortDef
half-married
Debugging
Headword:
ἡμίγαμος
Headword (normalized):
ἡμίγαμος
Headword (normalized/stripped):
ημιγαμος
IDX:
39821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39822
Key:
Data
{'content': 'half-married'}