Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
View word page
ἡμίβρωτος
half-eaten

ShortDef

half-eaten

Debugging

Headword:
ἡμίβρωτος
Headword (normalized):
ἡμίβρωτος
Headword (normalized/stripped):
ημιβρωτος
IDX:
39820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39821
Key:

Data

{'content': 'half-eaten'}