Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
View word page
ἡμίβροτος
half-man

ShortDef

half-man

Debugging

Headword:
ἡμίβροτος
Headword (normalized):
ἡμίβροτος
Headword (normalized/stripped):
ημιβροτος
IDX:
39819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39820
Key:

Data

{'content': 'half-man'}