Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
ἡμιδάϊκτος
View word page
ἡμίβραχυς
half of a short

ShortDef

half of a short

Debugging

Headword:
ἡμίβραχυς
Headword (normalized):
ἡμίβραχυς
Headword (normalized/stripped):
ημιβραχυς
IDX:
39818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39819
Key:

Data

{'content': 'half of a short'}