Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
ἡμιδαής
View word page
ἡμιβραχής
sodden
ShortDef
sodden
Debugging
Headword:
ἡμιβραχής
Headword (normalized):
ἡμιβραχής
Headword (normalized/stripped):
ημιβραχης
IDX:
39817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39818
Key:
Data
{'content': 'sodden'}