Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
ἡμιγύναιξ
View word page
ἡμίβιος
half-alive
ShortDef
half-alive
Debugging
Headword:
ἡμίβιος
Headword (normalized):
ἡμίβιος
Headword (normalized/stripped):
ημιβιος
IDX:
39816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39817
Key:
Data
{'content': 'half-alive'}