Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
ἡμίβρωτος
ἡμίγαμος
ἡμιγένειος
ἡμίγραμμον
ἡμίγραφος
ἡμίγυμνος
View word page
ἡμιβαφής
half-dipped, half-dyed

ShortDef

half-dipped, half-dyed

Debugging

Headword:
ἡμιβαφής
Headword (normalized):
ἡμιβαφής
Headword (normalized/stripped):
ημιβαφης
IDX:
39815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39816
Key:

Data

{'content': 'half-dipped, half-dyed'}