Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
ἡμίβραχυς
ἡμίβροτος
View word page
ἡμιάρταβος
of half an ἀρτάβη

ShortDef

of half an ἀρτάβη

Debugging

Headword:
ἡμιάρταβος
Headword (normalized):
ἡμιάρταβος
Headword (normalized/stripped):
ημιαρταβος
IDX:
39809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39810
Key:

Data

{'content': 'of half an ἀρτάβη'}