Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
ἡμιβραχής
View word page
ἡμιαρούριον
half an aroura

ShortDef

half an aroura

Debugging

Headword:
ἡμιαρούριον
Headword (normalized):
ἡμιαρούριον
Headword (normalized/stripped):
ημιαρουριον
IDX:
39807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39808
Key:

Data

{'content': 'half an aroura'}