Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
ἡμίβιος
View word page
ἡμιάνθρωπος
a half-man

ShortDef

a half-man

Debugging

Headword:
ἡμιάνθρωπος
Headword (normalized):
ἡμιάνθρωπος
Headword (normalized/stripped):
ημιανθρωπος
IDX:
39806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39807
Key:

Data

{'content': 'a half-man'}