Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
ἡμιβαφής
View word page
ἡμίανδρος
half-man, eunuch

ShortDef

half-man, eunuch

Debugging

Headword:
ἡμίανδρος
Headword (normalized):
ἡμίανδρος
Headword (normalized/stripped):
ημιανδρος
IDX:
39805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39806
Key:

Data

{'content': 'half-man, eunuch'}