Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
ἡμιαστραγάλιον
ἡμιβάρβαρος
View word page
ἡμιαμφόριον
half
ShortDef
half
Debugging
Headword:
ἡμιαμφόριον
Headword (normalized):
ἡμιαμφόριον
Headword (normalized/stripped):
ημιαμφοριον
IDX:
39804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39805
Key:
Data
{'content': 'half'}