Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
ἡμιάστατον
View word page
ἡμιαμβεῖον
half-iambic line

ShortDef

half-iambic line

Debugging

Headword:
ἡμιαμβεῖον
Headword (normalized):
ἡμιαμβεῖον
Headword (normalized/stripped):
ημιαμβειον
IDX:
39802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39803
Key:

Data

{'content': 'half-iambic line'}