Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
ἡμιασσάριον
View word page
ἡμίαλφα
halfalpha

ShortDef

halfalpha

Debugging

Headword:
ἡμίαλφα
Headword (normalized):
ἡμίαλφα
Headword (normalized/stripped):
ημιαλφα
IDX:
39801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39802
Key:

Data

{'content': 'halfalpha'}