Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
ἡμιάρτιον
View word page
ἡμιάγρυπνος
half-awake
ShortDef
half-awake
Debugging
Headword:
ἡμιάγρυπνος
Headword (normalized):
ἡμιάγρυπνος
Headword (normalized/stripped):
ημιαγρυπνος
IDX:
39800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39801
Key:
Data
{'content': 'half-awake'}