Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
ἡμιάρταβος
View word page
ἠμί
to say
ShortDef
to say
Debugging
Headword:
ἠμί
Headword (normalized):
ἠμί
Headword (normalized/stripped):
ημι
IDX:
39799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39800
Key:
Data
{'content': 'to say'}