Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
ἀγέστρατος
View word page
ἁγέομαι
custom, prescription

ShortDef

custom, prescription

Debugging

Headword:
ἁγέομαι
Headword (normalized):
ἁγέομαι
Headword (normalized/stripped):
αγεομαι
IDX:
397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-398
Key:

Data

{'content': 'custom, prescription'}