Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
ἡμιαρτάβιον
View word page
ἡμι
half-
ShortDef
half-
Debugging
Headword:
ἡμι
Headword (normalized):
ἡμι
Headword (normalized/stripped):
ημι
IDX:
39798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39799
Key:
Data
{'content': 'half-'}