Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιαρούριον
View word page
ἡμέτερος
our
ShortDef
our
Debugging
Headword:
ἡμέτερος
Headword (normalized):
ἡμέτερος
Headword (normalized/stripped):
ημετερος
IDX:
39797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39798
Key:
Data
{'content': 'our'}