Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
ἡμιάνθρωπος
View word page
ἡμερωτής
tamer, civilizer

ShortDef

tamer, civilizer

Debugging

Headword:
ἡμερωτής
Headword (normalized):
ἡμερωτής
Headword (normalized/stripped):
ημερωτης
IDX:
39796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39797
Key:

Data

{'content': 'tamer, civilizer'}