Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
ἡμίανδρος
View word page
ἡμέρωσις
a taming: civilising

ShortDef

a taming: civilising

Debugging

Headword:
ἡμέρωσις
Headword (normalized):
ἡμέρωσις
Headword (normalized/stripped):
ημερωσις
IDX:
39795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39796
Key:

Data

{'content': 'a taming: civilising'}