Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
ἡμιαμφόριον
View word page
ἡμέρωμα
cultivated plant

ShortDef

cultivated plant

Debugging

Headword:
ἡμέρωμα
Headword (normalized):
ἡμέρωμα
Headword (normalized/stripped):
ημερωμα
IDX:
39794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39795
Key:

Data

{'content': 'cultivated plant'}