Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
ἡμίαλφα
ἡμιαμβεῖον
ἡμιαμβικός
View word page
ἡμερόω
to tame, make tame
ShortDef
to tame, make tame
Debugging
Headword:
ἡμερόω
Headword (normalized):
ἡμερόω
Headword (normalized/stripped):
ημεροω
IDX:
39793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39794
Key:
Data
{'content': 'to tame, make tame'}