Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμεροσκοπεῖον
ἡμεροσκοπέω
ἡμεροσκοπία
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
ἡμι
ἠμί
ἡμιάγρυπνος
View word page
ἡμεροφυλακέω
to be a day-watcher

ShortDef

to be a day-watcher

Debugging

Headword:
ἡμεροφυλακέω
Headword (normalized):
ἡμεροφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
ημεροφυλακεω
IDX:
39790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39791
Key:

Data

{'content': 'to be a day-watcher'}