Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμεροπόσιον
ἤμερος
ἥμερος
ἡμεροσκοπεῖον
ἡμεροσκοπέω
ἡμεροσκοπία
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμέρωμα
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἡμέτερος
View word page
ἡμερούσιος
daily

ShortDef

daily

Debugging

Headword:
ἡμερούσιος
Headword (normalized):
ἡμερούσιος
Headword (normalized/stripped):
ημερουσιος
IDX:
39787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39788
Key:

Data

{'content': 'daily'}