Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερόπιτυς
ἡμεροπόσιον
ἤμερος
ἥμερος
ἡμεροσκοπεῖον
ἡμεροσκοπέω
ἡμεροσκοπία
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
View word page
ἡμεροσκοπέω
keep day-watch

ShortDef

keep day-watch

Debugging

Headword:
ἡμεροσκοπέω
Headword (normalized):
ἡμεροσκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ημεροσκοπεω
IDX:
39781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39782
Key:

Data

{'content': 'keep day-watch'}