Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοτριομορφοδίαιτος
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπραγέω
ἀλλοτριοπραγία
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλοτριοπράγμων
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριοφαγέω
ἀλλοτριοφάγος
ἀλλοτριοφρονέω
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἀλλότροπος
ἀλλοτύπωτος
ἀλλοφανής
ἀλλοφάσσω
ἀλλόφατος
ἄλλοφος
View word page
ἀλλοτριοφρονέω
to be estranged, ill-disposed

ShortDef

to be estranged, ill-disposed

Debugging

Headword:
ἀλλοτριοφρονέω
Headword (normalized):
ἀλλοτριοφρονέω
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριοφρονεω
IDX:
3977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3978
Key:

Data

{'content': 'to be estranged, ill-disposed'}