Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερόπιτυς
ἡμεροπόσιον
ἤμερος
ἥμερος
ἡμεροσκοπεῖον
ἡμεροσκοπέω
ἡμεροσκοπία
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
View word page
ἤμερος
tame, domesticated
ShortDef
tame, domesticated
Debugging
Headword:
ἤμερος
Headword (normalized):
ἤμερος
Headword (normalized/stripped):
ημερος
IDX:
39778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39779
Key:
Data
{'content': 'tame, domesticated'}