Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερόπιτυς
ἡμεροπόσιον
ἤμερος
ἥμερος
ἡμεροσκοπεῖον
ἡμεροσκοπέω
ἡμεροσκοπία
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
View word page
ἡμερόπιτυς
cultivated pine
ShortDef
cultivated pine
Debugging
Headword:
ἡμερόπιτυς
Headword (normalized):
ἡμερόπιτυς
Headword (normalized/stripped):
ημεροπιτυς
IDX:
39776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39777
Key:
Data
{'content': 'cultivated pine'}