Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερόπιτυς
ἡμεροπόσιον
ἤμερος
ἥμερος
ἡμεροσκοπεῖον
ἡμεροσκοπέω
ἡμεροσκοπία
ἡμεροσκόπος
View word page
ἡμερολόγιον
a calendar

ShortDef

a calendar

Debugging

Headword:
ἡμερολόγιον
Headword (normalized):
ἡμερολόγιον
Headword (normalized/stripped):
ημερολογιον
IDX:
39773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39774
Key:

Data

{'content': 'a calendar'}