Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερόπιτυς
ἡμεροπόσιον
ἤμερος
ἥμερος
ἡμεροσκοπεῖον
View word page
ἡμερόκοιτος
sleeping by day

ShortDef

sleeping by day

Debugging

Headword:
ἡμερόκοιτος
Headword (normalized):
ἡμερόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
ημεροκοιτος
IDX:
39770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39771
Key:

Data

{'content': 'sleeping by day'}