Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερόπιτυς
ἡμεροπόσιον
ἤμερος
ἥμερος
View word page
ἡμεροκλέπτης
one who robs by day

ShortDef

one who robs by day

Debugging

Headword:
ἡμεροκλέπτης
Headword (normalized):
ἡμεροκλέπτης
Headword (normalized/stripped):
ημεροκλεπτης
IDX:
39769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39770
Key:

Data

{'content': 'one who robs by day'}