Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
View word page
ἡμεροειδής
of the form of day

ShortDef

of the form of day

Debugging

Headword:
ἡμεροειδής
Headword (normalized):
ἡμεροειδής
Headword (normalized/stripped):
ημεροειδης
IDX:
39765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39766
Key:

Data

{'content': 'of the form of day'}