Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμερόκοιτος
View word page
ἡμερόδοτος
bestowed for a day

ShortDef

bestowed for a day

Debugging

Headword:
ἡμερόδοτος
Headword (normalized):
ἡμερόδοτος
Headword (normalized/stripped):
ημεροδοτος
IDX:
39760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39761
Key:

Data

{'content': 'bestowed for a day'}