Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
View word page
ἡμεροδανειστής
one who lends on daily interest
ShortDef
one who lends on daily interest
Debugging
Headword:
ἡμεροδανειστής
Headword (normalized):
ἡμεροδανειστής
Headword (normalized/stripped):
ημεροδανειστης
IDX:
39759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39760
Key:
Data
{'content': 'one who lends on daily interest'}