Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
View word page
ἡμερόβιος
living for a day

ShortDef

living for a day

Debugging

Headword:
ἡμερόβιος
Headword (normalized):
ἡμερόβιος
Headword (normalized/stripped):
ημεροβιος
IDX:
39757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39758
Key:

Data

{'content': 'living for a day'}