Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
View word page
ἡμερίς
the cultivated vine

ShortDef

the cultivated vine

Debugging

Headword:
ἡμερίς
Headword (normalized):
ἡμερίς
Headword (normalized/stripped):
ημερις
IDX:
39755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39756
Key:

Data

{'content': 'the cultivated vine'}