Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
View word page
ἡμερινός
of day
ShortDef
of day
Debugging
Headword:
ἡμερινός
Headword (normalized):
ἡμερινός
Headword (normalized/stripped):
ημερινος
IDX:
39753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39754
Key:
Data
{'content': 'of day'}