Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
View word page
ἡμερία
day
ShortDef
day
Debugging
Headword:
ἡμερία
Headword (normalized):
ἡμερία
Headword (normalized/stripped):
ημερια
IDX:
39751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39752
Key:
Data
{'content': 'day'}