Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
View word page
ἡμέρη
day
ShortDef
day
Debugging
Headword:
ἡμέρη
Headword (normalized):
ἡμέρη
Headword (normalized/stripped):
ημερη
IDX:
39749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39750
Key:
Data
{'content': 'day'}